- αντιμιλιταρισμός
- ο(λ. γαλλ.), στάση εχθρική στο μιλιταρισμό, τη στρατοκρατία: Ο αντιμιλιταρισμός παρουσιάστηκε μετά τον α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιμιλιταρισμός — ο αντίθεση προς τον μιλιταρισμό, τη στρατοκρατία … Dictionary of Greek